ναστοφάγος

ναστοφάγος
ναστοφάγος
eating cakes
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναστοφάγος — ναστοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώει ναστούς, πίτες που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «πίτα» + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …   Dictionary of Greek

  • ναστοφαγώ — ναστοφαγῶ, έω (Α) [ναστοφάγος] είμαι ναστοφάγος*, τρώω ναστούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”